- ανασκάπτομαι
- ανασκάπτομαι, ανασκάφ(τ)ηκα, ανασκαμμένος βλ. πίν. 90
και πρβλ. ανασκάβομαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω … Dictionary of Greek
ανασκάβομαι — ανασκάβομαι, ανασκάφτηκα, ανασκαμμένος βλ. πίν. 8 και πρβλ. ανασκάπτομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής